- θεήλατος
- ος , ον роковой, фатальный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεήλατος — driven by a god masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεήλατος — η, ο (AM θεήλατος, ον) 1. αυτός που καταδιώκεται από τον θεό («θεηλάτου βοός δίκην», Αισχύλ.) 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο μοιραίος («μή τι καί θεήλατον τοὔργον τόδε», Σοφ.) αρχ. 1. αυτός που καθοδηγείται από τον θεό 2. ο κατασκευασμένος για… … Dictionary of Greek
θεηλάτως — θεήλατος driven by a god adverbial θεήλατος driven by a god masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεήλατον — θεήλατος driven by a god masc/fem acc sg θεήλατος driven by a god neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεηλάτοις — θεήλατος driven by a god masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεηλάτου — θεήλατος driven by a god masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεηλάτους — θεήλατος driven by a god masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεηλάτων — θεήλατος driven by a god masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεηλάτῳ — θεήλατος driven by a god masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεήλατα — θεήλατος driven by a god neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεήλατε — θεήλατος driven by a god masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)